στενωπή

στενωπή
η , στενωπός ο
1) см. στενοπορία; 2) см. στενό[ν] 4; 3) тропа, тропинка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στενωπή" в других словарях:

  • στενωπή — η, ΝΑ στενωπός νεοελλ. μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό έλασμα ή χαρτόνι, που εφαρμόζεται στη θέση τού φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τόν αντικαταστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. στενωπός, ή, όν] …   Dictionary of Greek

  • στενωπή — η μικρή οπή φωτογραφικής μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»